- περιχεύω
- Αβλ. περιχέω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίχευμα — το, Ν [περιχεύω] στρ. η κυκλική προεξοχή τού φυσιγγίου, γύρω από το πυθμένιο, η οποία εφαρμόζει στην αντίστοιχη κυκλική εκσκαφή τής κάννης όπλου ή τού κεντρικού σωλήνα πυροβόλου … Dictionary of Greek
περιχέω — και περιχεύω ΝΜΑ περιχύνω, κυρίως, υγρό άφθονα επάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, περιβρέχω (α. «πολλὴν ἠέρ ἔχων, ἣν οἱ περίχευεν Ἀθήνη» β. «τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις» γ. χρυσὸν κέρασιν περιχεύας», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. μέσ. περιχέομαι 1.… … Dictionary of Greek